- βουπάμων
- βου-πάμων [ᾱ], ον, gen. ονος, ([etym.] πάομαι)A rich in cattle, AP6.263 (Leon.), 7.740 (Id.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βουπάμων — βουπάμων, ο (Α) πλούσιος, με πολλά κοπάδια βοδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + (ρ.) *πάομαι, το οποίο κυρίως απαντά στον παρακμ. πέπαμαι «κατέχω»] … Dictionary of Greek
βουπάμων — βουπά̱μων , βουπάμων rich in cattle masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 … Dictionary of Greek